Σύντομο Ιστορικό
Η Ιερά Μονή Αυγού είναι κηρυγμένη ως προέχων Βυζαντινό μνημείο και διατηρητέος αρχαιολογικός χώρος (ΦΕΚ 152/Α/16-6-1925). Πρόκειται για μοναστηριακό συγκρότημα, το οποίο ιδρύθηκε επί παλαιοτέρων ασκηταριών του 11ου αιώνα, και τοποθετείται χρονολογικά στο β΄ μισό του 15ου – α΄ μισό του 16ου.
Στην απογραφή του 1696 από τον Προνοητή Grimani μαρτυρείται μια ακμάζουσα περίοδο για τη Μονή με 30 μοναχούς, πολλούς υπηρέτες και τεράστια κτηματική περιουσία. Αργότερα σε πίνακα του 1820 αναφέρεται πως η Μονή είχε 8 μοναχούς και τα κτήματά της σε κατάσταση μη πλήρους απόδοσης.
Η Μονή πήρε μέρος στον αγώνα του 1821. Ο αρχιμανδρίτης Διονύσιος, μοναχός της Μονής, υπηρέτησε ως έφεδρος υπό τις διαταγές του Αρσένιου Κρέστα, του γνωστού Παπαρσένη. Η Μονή Πυρπολήθηκε από τον Ιμπραήμ στις 15 Ιουνίου του 1825. Επαναλειτούργησε για λίγο μετά την απελευθέρωση αλλά διαλύθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα του 1833. Η αξιόλογη περιουσία της εκποιήθηκε και τα έσοδά της πέρασαν στο Δημόσιο Ταμείο. Ότι απέμεινε μοιράστηκε, έναν αιώνα μετά, στους ακτήμονες της περιοχής.
Τα ιερά κειμήλια της Μονής δεν ξέρουμε τι απέγιναν. Σε εγγραφο του 1830 του τότε ηγουμένου της μονής Ζωοδόχου Πηγής Ιωάσαφ Οικονόμου, αναφέρεται ότι κατά τη δεύτερη επιδρομή των Αλβανών το 1779, απωλέσθηκαν όλοι οι πολύτιμοι κώδικες των μοναστηριών της περιοχής.
Το καθολικό της Μονής κάηκε ξανά το 1834.
Το 1975 πραγματοποιήθηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού μεμονωμένες στερεωτικές εργασίες, ενώ το 1989, με ενέργειες και μέριμνα της Κοινότητας Διδύμων, συντάχθηκε προμελέτη στερέωσης από τους μηχανικούς της Διεύθυνσης Αναστηλώσεως Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων και στη δεκαετία του 1990 πραγματοποιήθηκαν σωστικές εργασίες αποκατάστασης από την ανωτέρω υπηρεσία. Πρόσφατα συντάχθηκε μελέτη συντήτησης των τοιχογραφιών της Μονής από τη Διεύθυνση Συντήρησης του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού.
Ιστορικό από το Δελτίο της ΧΑΕ
” Η μονή Αυγού είναι αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο τον Μυροβλύτη και βρίσκεται στην περιοχή Ερμιονίδας του νομού Αργολίδας, σφηνωμένη σε απόκρημνους βράχους, σε μια τοποθεσία που οι ντόπιοι την αποκαλούν «Βράχια»… Η μονή είναι διαμορφωμένη μέσα στις σπηλιές που σχηματίζονται στις βορινές πλαγιές του όρους Αυγού, σε υψόμετρο 320 μ., στα απότομα πρανή της χαραδρο-κοιλάδας του ποταμού Ράδου (Μπεντενιού). Το κυρίως κτίσμα της είναι μια πυργοειδής κατασκευή, διαμορφωμένη σε μια φυσική κοιλότητα των βράχων… Ανήκει στις βυζαντινές αρχαιότητες της περιοχής, αποτελεί αξιόλογο παράδειγμα μονής των βράχων και παρέμεινε επίσημα άγνωστη μέχρι την κήρυξη της σε ιστορικό διατηρητέο μνημείο από τον Γ. Σωτηρίου το 1925. Η μονή τοποθετείται ως σύνολο στους μεταβυζαντινούς χρόνους, ενώ στους σπηλαιώδεις χώρους στα ΝΑ. της βρίσκεται το σπήλαιο της Μεταμόρφωσης. Οι σωζόμενες τοιχογραφίες σε αυτό το παρεκκλήσι χρονολογήθηκαν από τον Γ. Σωτηρίου στον 11ο αιώνα. Σύμφωνα με τον ίδιο μελετητή, τα αρχιτεκτονικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά του δισυπόστατου καθολικού της μονής παραπέμπουν σε ναούς του 11 ου-12ου αιώνα, το θέμα όμως αυτό τίθεται προς εξέτασιν. Πολλές εικασίες υπάρχουν γύρω από την προέλευση της μονής Αυγού, από τις οποίες η επικρατέστερη είναι η ταυτονομασία της με το όρος Αυγό όπου και είναι κτισμένη…
Ο γάλλος περιηγητής Abel Blouet κατά την επιστημονική του περιήγηση στην Πελοπόννησο 1831 περιγράφει ως εξής την περιοχή: «…αφού περά σουμε το χωριό Δίδυμα, ο δρόμος που οδηγεί στο Ναύπλιο έχει κατεύθυνση ΒΑ…, ο δρόμος στην αρχή ανηφορίζει ομαλά… και μετά από ένα απότομο ανέβασμα φθάνει στα δύο χάνια του χωριού Τραχεία… και μετά κατεβαίνει απότομα σε μια όμορφη κοιλάδα, όπου βρίσκουμε υπολείμματα κατασκευών και θεμελίωσης τοίχων, …πιο μακριά, στο φρύδι ενός άλλου υψώματος, απ’ όπου φαίνεται ο κόλπος του Ναυπλίου και τα παράλια της Λακωνίας, υπάρχει ένα μοναστήρι που κυριαρχεί σε μια εύφορη κοιλάδα, στο βάθος της οποίας τρέχει ένας ποταμός. Αυτό το τοπίο της κοιλάδας με τον ποταμό είναι από τα πιο όμορφα που συναντήσαμε…, ο δρόμος συνεχίζεται προς την κοιλάδα, μέχρι τις όχθες του ποταμού, όπου αλλάζει κατεύθυνση για να ακολουθήσει τη θάλασσα περνώντας από το χωριό Ήρια… συνολική απόσταση Διδύμων μονής Αυγού: τρεις ώρες και έξι λεπτά».
Στη μονή οδηγεί δύσβατος από αυτοκίνητο χωματόδρομος μήκους 10 χλμ. περίπου, από τη θέση Πελεή του επαρχιακού δρόμου Λυγουριού-Κρανιδίου. Τον φρουριακό χαρακτήρα της μονής, εκτός από αυτή καθαυτή τη θέση της στο φρύδι του γκρεμού, δίνουν τα υπερυψωμένα κτίσματα, που διαμορφώνονται στις φυσικές κοιλότητες του βράχου, αριστερά της εισόδου του κυρίως κτίσματος. Τα κτίσματα αυτά φέρουν πολεμίστρες και το πλησιέστερο στην είσοδο έχει σειρά από προεξέχοντα πώρινα φουρούσια. Στο ψηλότερο από τη μονή επίπεδο, όπου καταλήγουν οι προσπελάσεις από τα γειτονικά χωριά, σώζονται ερείπια κτισμάτων. Το κυρίως κτίσμα της μονής αποτελείται από ισόγειο, δύο ορόφους με κελιά και βατό σήμερα δώμα. Ο σημερινός περίβολος, κάθετος στο πρανές, δεν διατηρείται ούτε σε ύψος ούτε σε μήκος. Είναι φανερό ότι προεκτεινόταν προς τα δυτικά, προς το φρύδι της χαραδροκοιλάδας του Ράδου. Στη σκέψη ότι η μονή είχε και άλλα κτίσματα, εκτός από τις μαρτυρίες ιστορικών και περιηγητών, μας οδηγούν και οι παρακάτω παρατηρήσεις: α) Η ανεπάρκεια των χώρων του σημερινού κτίσματος να στεγάσει όλες τις απαραίτητες λειτουργίες μιας μονής· στους σημερινούς χώρους δεν ταυτίσθηκε χώρος μαγειρείου, ηγουμενείου κτλ. β) Η ύπαρξη διάσπαρτων ερειπίων στον χώρο έξω από τον σημερινό περίβολο και στα γειτονικά πλατώματα. Οι υποθέσεις αυτές επαληθεύτηκαν από την αρχειακή έρευνα τόσο στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, όσο και από τα δημοσιευμένα δοκίμια. Έτσι πληροφορούμαστε από τα δημοσιευμένα από τον Κ. Ντόκο αρχεία του Archivio di Stato της Βενετίας ότι στις 30 Αυγούστου 1696 συντάχθηκε αναλυτικός πίνακας των περιουσιακών στοιχείων της μονής Αυγού, σύμφωνα με τη μαρτυρία του τότε ηγούμενου Παρθενίου, βασισμένη στα στοιχεία της απογραφής του Bene provatum των Ενετών της 20.7.1691. Κατά τη λεπτομερή κατα γραφή: « …ή πλουσία μονή Αύγοϋ, έχει έκκλησίαν του ‘ Αγίου Δημητρίου καί παρακλήσιον μικρόν τής Με ταμορφώσεως… είναι τό μοναστείριον δλον Ινας πύργος τρήπατος Ιχει κελήα οκτώ, μέσα είς τόν πύργον δπου κάθωνται οί καλόγηρη… έχει και σπήτια τρία, τήν τράπεζον καί τό μαγερήον, καί τό καιλαρικόν. “Εξο άπό τόν πύργον έχει όλίγην αυλή ν, έχει καί σπή τια τέσαρα καί αλα δίο έξο είς τό άλόνη διά τά ζώα… καί κάτωθεν του μοναστειρίου είς τόν ποταμόν έχει νερόμηλον καί Ινα χωράφη ενός ζευγαριού μέ ολίγα αίλεόδενδρα… έχει τό μοναστείρη καλογήρους μι κρούς καί μεγάλους όλους 30 χορής τά κοπέληα… στην πέρα μερέα του μοναστειρήου είς τό βουνόν όνομαζόμενον Σαμουλά είναι τό νερόν του μοναστειρήου…». Ακολουθεί λεπτομερής περιγραφή της περιου σίας που είναι κατακερματισμένη. Η μονή Αυγού, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, είχε άλλα τρία μετόχια-ξωκλήσια (την εκκλησία της Αγίας Κυριακής, την εκκλησίαν της Αγίας Πελαγίας στη θέση Πελεή και την εκκλησία της Παναγίας) και μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία σε όλη την περιοχή από την Τραχεία στα Δίδυμα, στα Ήρια και μέχρι τη θάλασσα. Σε πίνακα του 1820 των Γενικών Αρχείων του Κράτους8, αναφέρεται η οικοδομή της μονής ως περιέχουσα 20 δωμάτια (προφανώς συγκαταλέγει και τα σπίτια), ότι είναι στέρεη και ότι είχε οκτώ μοναχούς. Τα κτήματα της εμφανίζονται σε κατάσταση μη πλήρους απόδοσης.
Η μονή πήρε μέρος στον Αγώνα του 1821, στο πλευρό των στρατιωτικών δυνάμεων Αργολίδας υπό τον Αρσένιο Κρέστα, γνωστό σαν Παπαρσένη, στον οποίο υπηρέτησε ως έφεδρος ο μοναχός της αρχιμανδρίτης Διονύσιος. Σύμφωνα με πληροφορίες, η μονή πυρπολήθηκε από τον Ιμπραήμ στις 15 Ιουνίου του 1825. Η μονή επαναλειτούργησε μετά την απελευθέρωση αλλά διαλύθηκε στο 1833 με απόφαση των τότε αρχών. Με γνωμάτευση της εκκλησιαστικής επιτροπής, που συστάθηκε από τον Καποδίστρια στις 23.1.1828 και με το Βασιλικό Διάταγμα, που εκδόθηκε στα χρόνια της αντιβασιλείας του Όθωνα, στις 7.10.1833, διαλύθηκαν όσα μοναστήρια είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς. Η μονή Αυγού, παρά το ότι είχε ετήσιο εισόδημα 5.000 δραχμές, διαλύθηκε συγχρόνως με άλλες τέσσερις μονές του νομού Αργολίδας, που εμφάνιζαν πολύ λιγότερο εισόδημα”. Η αξιόλογη περιουσία, όπως καταγράφεται στους πίνακες των Γενικών Αρχείων του Κράτους του 1833, εκποιήθηκε, και τα αντίστοιχα έσοδα πέρασαν στο Δημόσιο Ταμείο. Για τα ιερά κειμήλια της δεν αναφέρεται πού κατέληξαν. Σε έγγραφο του 1830 του τότε ηγουμένου της μονής Ζωοδόχου Πηγής Ιωάσαφ Οικονόμου, αναφέρεται ότι κατά τη δεύτερη επιδρομή των Αλβανών το 1779, απωλέσθηκαν και οι πολύτιμοι κώδικες μοναστηριών της περιοχής. Η μονή Αυγού, όπως αναφέρεται, είχε υπό την προστασίαν της τη μονή Ζωοδόχου Πηγής και έτσι συμπεραίνεται και η λεηλασία της μονής.
Το καθολικό είναι ενσωματωμένο στον δεύτερο όροφο του κυρίως κτίσματος και είναι διαμορφωμένο κατά τις τρεις πλευρές του στον φυσικό βράχο. Από τον βράχο προεξέχει σε πλάτος το βορινό του τμήμα κατά 1,60 μ. και σε ύψος η εγκάρσια καμάρα του ναΐσκου των Αγίων Θεοδώρων, που επέχει θέση πλάγιου νάρθηκα και εξέχει κατά 2,60 μ. από τη σημερινή στάθμη του δώματος. Το καθολικό είναι δισυπόστατο, το νότιο τμήμα του, που είναι εξ ολοκλήρου υπόσκαφο στον βράχο, είναι αφιερωμένο στον Άγιο Δημήτριο τον Μυροβλήτη, ενώ το βορινό του, που έχει θέση πλάγιου νάρθηκα, είναι αφιερωμένο στους Αγίους Θεόδωρους. Ο κυρίως ναός του Αγίου Δημητρίου έχει διαστάσεις 3,95×4,25 και ύψος 3,50 μ. Ο ακανόνιστος τετράπλευρος κύριος χώρος του καλύπτεται με σταυροθόλιο αποκλειστικά κατασκευασμένο από τούβλα, πάχους 4 εκ. Το Ιερό είναι διμερές: το Βήμα έχει κάτοψη ημιοκταγωνική με διανοιγόμενες περιμετρικά τέσσερις κόγχες και σκεπάζεται με τεταρτοσφαιρικό θόλο, ενώ η πρόθεση είναι τετράγωνη και στεγάζεται με ημισφαίριο, διαμ. 1,25 μ. Η επικοινωνία πρόθεσης-Ιερού και πρόθεσης-κυρίως ναού γίνεται μέσα από τοξωτές πυλίδες. Τα μέτωπα των πυλίδων αυτών και των κογχών του Ιερού έχουν τόξα ελαφρώς οξυκόρυφα. Όλοι οι παραπάνω θόλοι στέγασης είναι αποκλειστικά κατασκευασμένοι από τούβλα. Ο ναΐσκος των Αγίων Θεοδώρων στα βορινά έχει τριμερή την κάλυψη: κατά μήκος καμάρα στο Ιερό, εγκάρσια υπερυψω μένη καμάρα στον κυρίως ναό και τρουλίσκο στο δυτικό του μέρος. Το μνημείο διατηρεί τοιχογραφίες του 17ου αιώνα. Η εγκάρσια καμάρα υπερυψώνεται από την επιμήκη και προεξέχει από το δώμα κατά 2,60 μ. Εξωτερικά, στο μέτωπο της έχει δίλοβο φωτιστικό άνοιγμα, τυφλή κόγχη με τοιχογραφία του αγίου Δημητρίου και ανάγλυφο σταυρό. Η επικοινωνία των δύο ναΐσκων γίνεται με δίλοβο άνοιγμα, που στηρίζεται σε κίονα που έχει κιονόκρανο ιωνικού ρυθμού σε δεύτερη χρήση. Ο ναός είχε ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο, το οποίο καταστράφηκε στην πυρκαγιά, της οποίας τα ίχνη είναι ακόμα έντονα στον ναό. Οι κάτοικοι του γειτονικού χωριού Δίδυμα θυμούνται το τέμπλο ημίκαυστο. Το τετράγωνο της εισόδου στεγάζεται με οκταγωνικό εξωτερικά τρούλο αθηναϊκού τύπου, μάλλον ψηλόκορμου, αποκλειστικά κτισμένου με πλίνθους, που προβάλλει έξω από τον βράχο κατά 2 μ. από τη σημε ρινή στάθμη του δώματος και είναι ημιτελής. Σε ψηλότερη στάθμη από το δώμα και στα ΝΑ. του καθολικού υπάρχει ένα διμερές σπήλαιο σε δύο στάθμες, το παρεκκλήσι της Μεταμόρφωσης. Το πρώτο του τμήμα φέρει τρεις ολόσωμες τοιχογραφίες, για τις οποίες έχει γράψει ο Σωτηρίου και τις θεωρούσε έργα του 11ου ή του 12ου αιώνα. Από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, τα δύο προβλήματα που τίθενται είναι της αρχικής μορφής του ναού και της χρονολογίας ίδρυσης του. Οι γραπτές πηγές και τα επιτόπου διατηρούμενα στοιχεία τεκμηρίωσης δεν δίνουν σαφή απάντηση. Το εντοιχισμένο στη λιθόκτιστη κλίμακα της μονής τμήμα θωρακίου μαρμάρινου τέμπλου, που περιγράφει ο Γ. Σωτηρίου και του οποίου παραθέτει σκαρίφημα, δεν αρκεί για να τεκμηριώσει την προέλευση του από τον ναό και τη χρονολογία οικοδόμησης του : «… ή τέχνη καί ή διακόσμησις τμήματος θωρακίου, του μόνου διασωθέντος λειψά νου έκ του πρώτου μαρμάρινου τέμπλου του ναοϋ, τό όποιον εϋρομεν χρησιμοποιούμενον διά μίαν έκ των βαθμίδων της προχείρου κλίμακος, δι’ ής άνερχόμεθα είς τόν ναόν… διεσώθη τό ήμισυ κατά μήκος του θωρακίου, φέρει δέ τούτο ως διάκοσμον σταυρόν έκ πλέγματος κάτωθεν τόξου μέ στρεπτούς κιονίσκους, φύλλα ακάνθου είς μορφήν άραβουργήματος κοσμούν τάς γωνίας καί τήν βάσιν τού σταυρού, τέσσαρες δέ ανάγλυφοι δίσκοι πληρούν τά κενά των κεραιών φέροντες εγχάρακτα τά αρχικά γράμματα τού ρητού: Φ(ώς) Χ(ριστοΰ) Φ(αίνει) Π(δσι). ‘ Ο έκ πλέγματος σταυρός καί ή μορφή της ακάνθου ενθυμίζουν τόν γλυπτόν διά κοσμον τού ‘ Οσίου Λουκά ένώ τό θέμα τού σταυρού κάτωθεν τόξου είναι κοινόν είς θωράκια δλων των περιόδων της βυζαντινής τέχνης…». Το τμήμα του θωράκίου αυτού δεν σώζεται σήμερα, ώστε να είναι δυνατή η φωτογράφηση του ή η σχεδίαση του. Σε βιβλίο του ο Μητροπολίτης Κορίνθου Παντελεήμων Καρανικόλας δημοσιεύει το 1980 έγγραφα της παλιάς οικογένειας των Μονοχαρτζαίων Κρανιδίου, όπου ανάμεσα στα άλλα αναφέρει: «… ή πλούσια Μονή Αύγου, οίκοδομήθηκε έπί αύτοκράτορος Καρακάλα, άγνωστου χρονολογίας…». Άλλωστε, η αρχιτεκτονική του δεν ανταποκρίνεται σε μια συγκεκριμένη τυπολογία και υπαγορεύτηκε κατά πολύ από τις υπάρχουσες επί τόπου δυνατότητες του χώρου. Ο ναός χαρακτηρίζεται δισυπόστατος ή δίδυμος και δεν μπορεί να υπαχθεί στην κατάταξη των δίδυμων χριστιανικών ναών, όπως αναπτύσσεται από τον μελετητή Γ. Δημητροκάλλη. Παρ’ όλα αυτά εμφανίζει τίς παρακάτω συγγένειες με τους μονόχωρους με δύο κόγχες ναούς: 1. Η ιδιότυπη κάτοψη του προέκυψε από συγχώνευση δύο ναών. 2. Είναι προσκολλημένος σε πρανές και είναι εν μέρει υπόσκαφος. Πολλοί υπόσκαφοι ναοί της Ανατολής εξάλλου κτίσθηκαν ώστε να είναι υπόσκαφο τουλάχι στον το Ιερό τους. 3. Οι δύο κόγχες οφείλονται στη στενότητα του χώρου προκειμένου να τιμηθούν περισσότεροι από ένας άγιοι. Το φαινόμενο απαντά στις ενετοκρατούμενες περιοχές του Αιγαίου. 4. Αυτοί οι τύποι ναών είχαν διάδοση στην Ελλάδα από τον 9ο έως το 13ο αιώνα, ενώ στις Κυκλάδες οι περισσότεροι δίκογχοι κτίσθηκαν μετά την κατάλυση της φραγκοκρατίας εκεί, δηλαδή μετά το 1537. Οι επιτόπου κατασκευαστικές λύσεις και τα δομικά χαρακτηριστικά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο ναός χτίστηκε σε δύο τουλάχιστον φάσεις, για τις οποίες σημεία αλληλοεπικάλυψης αποτελεί η περιοχή επαλληλίας των δύο ναών. Ο τρόπος δόμησης του ναού του Αγίου Δημητρίου, όπως φάνηκε σαφέστερα μετά την πτώση των επιχρισμάτων από την πυρκαγιά, προέκυψε από την άμεση ανάγκη επένδυσης του κελύφους της σπηλιάς που απέκτησε καλλιτεχνικές απαιτήσεις από μια εποχή και μετά. Το πιο ευέλικτο υλικό για μια πρώτη επένδυση της σπηλιάς ήταν τα τούβλα, που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή όλων των θόλων του ναΐσκου. Οι πυλίδες επικοινωνίας πρόθεσης-Ιερού και πρόθεσης-κυρίως ναού και τα μέτωπα των κογχών πρόθεσης και Ιερού είναι επίσης κατασκευασμένα αποκλειστικά από τούβλα. Η τεθλασμένη απόληξη του σταυροθολίου κάλυψης του κυρίως ναού προς Β. και η τεταρτοκυλινδρική καμάρα στέγασης του διαδρό μου που οδηγεί από Β. στον ναό μας υποδεικνύουν την περιοχή επαλληλίας των δύο φάσεων. Η μορφή και η δομή των οξυκόρυφων τόξων, όπως και η αποκλειστική κατασκευή τους από τούβλα, μας υποδεικνύουν τη χρονολόγηση της πρώτης φάσης του ναού στα χρόνια της πρώτης τουρκοκρατίας στην περιοχή, δηλαδή στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Πιστεύουμε ότι ο τύπος των οξυκόρυφων τόξων, με τέσσερα κέντρα χάραξης, όπως υπάρχει στον ναό, είναι μορφή τόξου επηρεασμένη τόσο από τη φραγκοκρατία όσο και από την τουρκοκρατία. Η αποκλειστική όμως κατασκευή τους από τούβλα και όχι από ειδικά λαξευμένους λίθους, σε συνδυασμό και με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του ναού, μας οδηγούν στη χρονολόγηση της πρώτης φάσης του ναού στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Δεν πρέπει να αποκλείσουμε την ύπαρξη ενός ναΐσκου στον χώρο της σπηλιάς σύγχρονου με τό παρεκκλήσι της Μεταμόρφωσης, δηλαδή ένα σύνολο παρεκκλησίων και ασκητήρίων που λειτουργούσε στον χώρο κατά τον 11 ο-12ο αιώνα. Ο βορειότερος ναΐσκος των Αγίων Θεοδώρων με το υπόλοιπο κτίσμα των κελιών ανάγεται σε μια δεύτερη μεταγενέστερη φάση και υπαγορεύτηκε από τις λει τουργικές ανάγκες διεύρυνσης και φωτισμού και την ανάγκη να τιμηθούν περισσότεροι από ένας άγιοι. Η ποιότητα κατασκευής των τοιχοποιιών του δείχνει μια προχειρότερη κατασκευή σε σχέση με τον κυρίως ναό. Η χρήση του αθηναϊκού τρούλου, ημιτελούς εξωτερικά, δείχνει την επιλογή μιας μορφολογικής λύσης που συνέχιζε να αντιγράφεται και να χρησιμοποιείται. Αν θεωρήσουμε ως αφετηρία χρονολόγησης αυτή των τοιχογραφιών του στον 17ο αιώνα, ο ναός πρέπει να χτίσθηκε πριν από την εποχή αυτή. Η περιοχή είναι ένα από τα πέντε μέρη που κρατούν οι Ενετοί στην Πελοπόννησο μετά τον πρώτο τουρκοενετικό πόλεμο που λήγει το 1492, ενώ από το 1464 έχει παραχωρηθεί ως φέουδο στους Παλαιολόγους. Η Τουρκοκρατία στην περιοχή αρχίζει το 1541. «Ο κύριος στόχος των Οθωμανών, κατά τον τρίτο πόλεμο με την Βενετία, ήταν οι ενετικές κτήσεις της Πελοποννήσου, το Ναύπλιο και η Μονεμβασιά… Στις 14 Σεπτεμβρίου 1537 άρχισε η πολιορκία της οχυρής αυτής πόλεως (δηλ. του Ναυπλίου)… ένα μεγάλο μέρος των πολιορκητικών δυνάμεων αποσπάσθηκε στην αρχή, για να εξουδετερώσει δύο ακόμη στρατιωτικά κέντρα των Βενετών, το οχυρό του Καστριού (δηλ. της περιοχής του Πόρτο-Χελίου) και το Θερμήσι…, τα οποία πέρασαν τελικά στα χέρια των Τούρκων, το πρώτον ύστερα από απροσδόκητη ηρωική άμυνα… και το δεύτερον ύστερα από συνθήκη (1537).,.». Την παλαιότερη φάση που διασώζει το μνημείο στη σημερινή του μορφή, επιχειρούμε να την τοποθετήσουμε στην εποχή 1464-1537, δηλαδή στα χρόνια που η περιοχή αυτή της Ναυπλίας είχε παραχωρηθεί από τους Ενετούς ως φέουδο στους Παλαιολόγους. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούμαστε από τον αλληλοσυσχετισμό ιστορικών δεδομένων και τρόπων δομής, με την παραδοχή ότι μπορεί ορισμένα στοιχεία να παραπέμπουν σε παλαιότερες εποχές, στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση η χρήση τους είναι επιλεκτική.
Νικολία ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ
Δελτίον XAE 16 (1991-1992), Περίοδος Δ’. Στη μνήμη του André Grabar (1896-1990)• Σελ. 97-106 ΑΘΗΝΑ 1992